- μέγαιρα
- η мегера, ведьма, злая, сварливая женщина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μεγαίρα — Μεγαίρᾱ , Μεγαίρα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέγαιρα — Μεγαίρα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέγαιρα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις Ερινύες, ενώ αναφέρεται συχνά μαζί με την Αληκτώ και την Τισιφώνη. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1901. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,2 και σε… … Dictionary of Greek
μέγαιρα — η γυναίκα κακιά και δύστροπη, βασανιστική, η στρίγκλα: Η πεθερά της είναι μέγαιρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μέγαιρ' — Μέγαιρα , Μεγαίρα fem nom/voc sg Μέγαιραι , Μεγαίρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγαίρης — Μεγαίρα fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγαίρῃ — Μεγαίρα fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέγαιραν — Μεγαίρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Megaera — For other uses, see Megaera (disambiguation). Megaera (Ancient Greek: Μέγαιρα, English translation: the jealous one ) is one of the Erinyes, Eumenides or Furies in Greek mythology. Lamprière s Classical Dictionary states According to the most… … Wikipedia
Мегера — (Megaera, Μέγαιρα). См. Эриннии. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш. Санкт Петербург, издание А. С. Суворина, 1894.) МЕГЕРА (Μέγαιρα), в греческой мифологии одна из трёх эриний, сестра Алекто и Тисифоны. л. т. г.… … Энциклопедия мифологии
Erinyen — Zwei Rachegöttinnen (Zeichnung aus dem 19. Jahrhundert nach einer antiken Vase) Die Erinyen oder Erinnyen (griechisch Ἐρīνύς , Pl.: Ἐρινύες) – bei den Griechen auch als Maniai, „die Rasenden“, später als Eumeniden (Εὐμενίδες), bei … Deutsch Wikipedia